- πολιτευομένη
- πολῑτευομένη , πολιτεύωto be a citizenpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτευομένῃ — πολῑτευομένῃ , πολιτεύω to be a citizen pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek
Γεννηματάς, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 – 1994). Πολιτικός. Ήταν γιος του Θεόδωρου Γεννηματά, νομικού και οικονομολόγου από τη μεσσηνιακή Μάνη. Ακολούθησε σπουδές μηχανικού στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά το 1958 από τη νεολαία του… … Dictionary of Greek